- φασαμαίν
- τα άκλ. лорнет
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
φασαμέν — και φασαμαίν, τα, Ν άκλ. ματογυάλια με χειρολαβή, που, παλαιότερα, χρησιμοποιούσαν ιδίως οι κυρίες τού καλού κόσμου. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. face a main «μικρά γυαλιά με λαβή»] … Dictionary of Greek